Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΙ Η ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΣΑΜΕ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ

 Τα μάτια τού κατάτρωγαν το πρόσωπο

Ξετυλιγότανε καπνός από τσιγάρο μες στον ύπνο μου

Τον κλειδώνανε αθόρυβα δωμάτια

Η αντανάκλαση του ήλιου στο σκοτεινό νερό κι εκεί το πρόσωπό του έψαχνα να τον βρω

με ανατριχιασμένο το δέρμα της μνήμης

Γύρισα πάλι στο νησί

Το λιμάνι άραζε γύρω από βουλιαγμένα υποβρύχια

Οι ναύτες χυμένοι στα πεζοδρόμια

ξινισμένο κρασί αλλά το πρόσωπό του πουθενά

Θυμόμουνα τα λόγια του

Κάποτε θα τελειώσει το φεγγάρι κι η κουβέντα που αρχίσαμε θα σβήσει

Θα μαυρίσει το φως πάνω στα τζάμια, θα καούν τα τασάκια απ’ τα τσιγάρα

Τα πρόσωπα θα φύγουν απ’ το πάθος, θα κιτρινίσουν τα γέλια.

Στα κλειδωμένα κόκκαλα η ζωή θα ραΐσει

Μα τα γκαρσόνια θα πλένουνε ανελλιπώς τα πεζοδρόμια

Θα συγυρίζουν τα μαρμάρινα τραπέζια

Θα φέρνουνε ξανά τις ζαρντινιέρες και τις πορτοκαλιές ομπρέλες για τον ήλιο

 [πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΚΛΕΙΨΗ 1974, που συνεχίζεται αμέσως παρακάτω με επιλογές κι άλλων αποσπασμάτων από την ίδια συλλογή όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971-1992]

 

 


ΕΦΕΥΓΕ ΜΕ ΜΙΑ ΝΙΟΤΗ ΡΙΓΜΕΝΗ ΑΤΣΑΛΑ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ (από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΚΛΕΙΨΗ 1974)

Μία η ώρα δύο η ώρα και σφύριζε το τραίνο χτυπούσε το τηλέφωνο

Το καλώδιο της φωνής του ή τα τζάμια με γελούσαν τώρα

Πού έφευγε πού χάνονταν με μια νιότη

ριγμένη άτσαλα στους ώμους.

Θυμόμουν τα πουλιά και

τα φύλλα στο μέτωπό του

Τον περίπατό μας στο μοναδικό κήπο της πόλης

Έμοιαζαν τότε όλα εναέρια

Φωνές και σώματα και πράσινα γέλια

Το παιδάκι το κλάμα ο κύκνος

το κουδούνι του φύλακα να πονάει

τις κλειδώσεις των δένδρων

να θρυψαλλίζει το φως κάτω απ’ τα φύλλα

Μια μέρα γύρισα το πρόσωπό του από την άλλη

ποιος ήταν τώρα ποιος μου μιλούσε

Οι καλεσμένοι και τα εδέσματα

Τα λόγια κι οι χειρονομίες

κι οι πεταλούδες στους καθρέφτες

καρφιτσώθηκαν στον αέρα σαν μαγεμένα

Το σπίτι γέμισε άγρια πουλιά

Ράϊσανε τα βάζα

απ’ τη σιωπή και μόνη εγώ να συντηρώ

ένα άχρηστο σπίτι πλάι στη θάλασσα  

[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΚΛΕΙΨΗ 1974]

 

ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΑΛΑΚΩΣΑΝ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ (από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΚΛΕΙΨΗ 1974)

Οι χειραψίες απόκτησαν πάλι κάποιο σχήμα

μα όχι όπως άλλοτε τα λουλούδια

καιγόντουσαν από υψηλό πυρετό

Κι η θάλασσα μια μαύριζε σαν τρύπα ολάνοιχτη

στον ήλιο μια ξαναρχόταν με

εφιαλτικά καράβια και τραγούδια είπα

να ξαναφέρω την παλιά τάξη

Να βάλω στη σωστή σειρά τα πρόσωπά μας

κάθε φορά ξεβιδωνόντουσαν τα δάχτυλά μου

Σκορπίζανε αλλού τα μάτια αλλού τα χείλη

 

Άρχισα να συνομιλώ με τα δωμάτια

Ν’ ανοίγω μεσ’ στο αίμα μου κρυφά περάσματα

κι υπόγειες στοές

 

Άνοιγα κι έκλεινα μονάχη μου πόρτες

ώσπου έφτασα στο ερημοκλήσι

Με τον άγγελο πια ξεκοιλιασμένο

 

 

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΕΙΧΑΜΕ ΘΥΕΛΛΑ

Τα λιμάνια δεμένα πίσω απ’ τα καράβια

και μεις να παίζουμε χαρτιά στο βρόμικο σαλόνι

Θάλασσα και λιμάνι είχαν πεθάνει

γύρω τα σπίτια φεύγαν σα νεκροπομποί

 

Μου φάνηκε σα να λύθηκε ο καιρός

να ξεσκούριασε η άγκυρα

Το πλοίο κουνήθηκε μια πίσω μια εμπρός

Στράβωσε λίγο ο ορίζοντας φάνηκε πως θα φεύγαμε

Έπεσε η νύχτα κι ακόμη μας δένει το παλιό νησί

οι γλάροι δεμένοι στα καΐκια με αόρατα δεσμά

κι ο ήλιος πάντα εκεί

Μια μακρινή φωνή απ’ τη δύση.

 

Έπεσε η νύχτα κι ακόμη μας δένει το παλιό νησί

Πηγαίνω στο παλιό μας σπίτι

ανοίγω αόρατα παράθυρα στο παρελθόν

Ξέρω  πως το τηλέφωνο τώρα χτυπάει αλλά

δε χτυπάει ξέρω πως κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα

μα δεν την ανεβαίνει ξέρω

μου δίνεις το χέρι αλλά δε

μου το δίνεις κι ούτε είσαι εσύ αυτός

που τώρα μου μιλάει

Ανοίγω το παντζούρι ζωγραφίζω μόνη μου μια

μέρα ελεεινή

Έπειτα τη μαυρίζω

την κάνω νύχτα όμως

δεν είναι νύχτα αυτή.

 

Σκουπίζω τα μάγουλά μου από δάκρυα που

δεν υπάρχουν πια

Τα μάγουλά μου είναι στεγνά

από ένα αστείρευτο κλάμα

Ανασαίνω βαθιά το αργό καρδιοχτύπι του πόνου

Όπου όλα κινούνται προς μιαν ακίνητη μάσκα

[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΚΛΕΙΨΗ 1974]

 

 

 

ΠΟΥ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΔΙΧΩΣ ΚΑΡΑΒΙ

ΚΑΙ ΔΙΧΩΣ ΔΑΚΡΥΑ ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΜΕ (από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΚΛΕΙΨΗ 1974)

Δίχως λόγια πώς έτσι διαφωνούμε κι όλοι μαζί

φωνάζοντας γιατί

τόσο βαθιά σιωπούμε

Πού ταξιδεύουμε δίχως καράβι και δίχως δάση

ποιο νησί ποιο θάνατο περνούμε

Τι τραγουδάμε δίχως χείλη

δίχως καρδιά ποιον αγαπούμε

Ποιον μαχαιρώνουμε άγρια όλη μέρα

Και πάνω από το μνήμα του τη νύχτα ποιον θρηνούμε

 

Δεν τον ξανάβρα πια ποτέ

Αν και συχνά τον συναντώ στο έρημο σαλόνι

απ’ όπου φεύγοντας

παίρνει μαζί του λες και το δωμάτιο

Έτσι που μία κόλαση να χάσκει

εκεί που πριν λίγες στιγμές μιλούσε

Δεν τον ξανάβρα πια ποτέ αν και

φέρνει βόλτες στην κουπαστή επάνω κάτω

με κείνη την αδιάφορη ξενιτειά του γέλιου του

Κι άλλοτε στην κίτρινη κρεβατοκάμαρη και

μέσα στους καθρέφτες με τα μαλλιά στους ώμους του

κατάμαυρα πουλιά

Και πάντα κουρασμένος και

πάντα πεθαμένος

Κι εγώ να τριγυρίζω στο καράβι

κι ο αέρας να με σέρνει από τη μια

θάλασσα στην άλλη

Ωστόσο οι μέρες έρχονται και φεύγουν

απόηχοι γέλιου

μιας προηγούμενης ζωής.

 

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΧΡΗΣΤΕΣ ΠΙΑ Η ΜΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ… (… τα λόγια φτερουγίζουν σαν δειλά μισοφέγγαρα)

 «Χάσου απ’ τα μάτια μου…»  της είχε πει κάποτε ο μονήρης περιπατητής στις όχθες των ρεμβασμών της… Έτσι απόμεινε το γαλάζιο να τυραννιέται μόνο του από κλώνο σε κλώνο σαν πουλάκι που ξέμαθε τον ουρανό. Τότε άρχισε μια παράξενη ροή του χρόνου… Όλα σταματημένα και βουβαίνονταν ήσυχα στο πέρασμά της. Όχι – καθόλου από την ομορφιά της, βουβαίνονταν από ένα απροσδιόριστο πένθος στις ανάλαφρες και κάποτε χαρμόσυνες χειρονομίες της κι από αυτή την εκμηδένιση στο πρόσωπο σαν σκοτωμένο αίμα βγαλμένο απ’ το σκοτάδι και για το σκοτάδι όταν το θηρίο της ερημιάς ατάραχα το περιβάλλει κι όταν σαν χρησιμοποιημένα σεντόνια πέφτουν οι νύχτες άχρηστες πια η μια πάνω στην άλλη έτσι που το ανθρώπινο πρόσωπο τελειώνει το έργο του Τότε τα λόγια φτερουγίζουν σαν δειλά μισοφέγγαρα βαθαίνοντας τις ρυτίδες στην άκρη του στόματος και εκεί σωπαίνουν για μιαν άλλη –πεισματικά δική τους ζωή… [Ζέφη Δαράκη]

Τετάρτη, 10 Μαρτίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ